Τσεζένα

Τσεζένα
(Cesena). Πόλη της Ιταλίας (89.606 κάτ.) στην επαρχία του Φορλί, από την ομώνυμη πρωτεύουσα του οποίου απέχει 20 χλμ. Βρίσκεται στους πρόποδες ενός λόφου, στην κορυφή του οποίου είναι το φρουριακό συγκρότημα, το γνωστό ως Ρόκα Μαλατεστιάνα (ύψους 85 μ.). Σε μια άλλη ψηλότερη γειτονική κορυφή είναι χτισμένο το ιερό της Παναγίας των Βουνών του 15ου αι. Στην πόλη υπάρχουν τμήματα καθαρά μεσαιωνικά και άλλα με σύγχρονες κατοικίες. Η Τ. έχει αξιόλογη βιομηχανία παραγωγής ζάχαρης και διατηρημένων τροφίμων και θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αγορές φρούτων της Ιταλίας. Η καταγωγή της είναι ετρουσκική αλλά αναδείχθηκε σε ακμαία πόλη όταν την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, που την ονόμασαν Καεζένα. Στα μεταγενέστερα χρόνια ενσωματώθηκε στα εδάφη της Εκκλησίας. Από το 998 ανήκε στην Αρχιεπισκοπή της Ραβένας, αλλά από τον 11o αι. έγινε ελεύθερη πόλη. Επακολούθησε μια περίοδος προστριβών με τους γείτονές της και τελικά ξαναπέρασε στην εξουσία των παπών. Οι κάτοικοί της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους αγώνες των Ιταλών φιλελευθ’ερων το 1831 και 1832. Στην πόλη βρίσκεται η αξιόλογη βιβλιοθήκη Μαλατεστιάνα, στην οποία φυλάσσονται πολύτιμα χειρόγραφα με μικρογραφίες. Από τα μνημεία της το σπουδαιότερο είναι ο καθεδρικός ναός, που εγκαινιάστηκε στα τέλη του 14ου αι. και στον οποίο υπάρχουν και τοιχογραφίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φάμπρι, Εντοάρντο — (Fabbri, Τσέζενα 1778 – 1853). Ιταλός πατριώτης και συγγραφέας. Από πλούσια και ευγενή οικογένεια· νέος υποστήριξε τη Γαλλική επανάσταση και από το 1808 έως το 1815 υπήρξε σύμβουλος του διαμερίσματος του Ρουβίκωνα. Το 1824 τον συνέλαβε η παπική… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… …   Dictionary of Greek

  • Όκαμ, Γουλιέλμος του- — (William of Ockham, ‘Οκαμ, Σάρεΰ περ. 1290 – περ. 1350). Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος. Φραγκισκανός μοναχός, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου, από το 1318 έως το 1324, έγραψε τα περισσότερα θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράματά του (Super artem veterem …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”